Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέξτρα, εξτρά
επίθετο 1 di qualità superio`re, straordina`rio, o`ttimo, extra βούτυρo έξτρα == burro extra fino | έξτρα τo κρασάκι σας! == il vostro vino è ottimo / straordinario! 2 straordina`rio, fuo`ri del previ`sto, extra έξτρα ποσόν == somma extra έξτρα έξοδα == spese extra έξτρα, εξτρά ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός extra γι'αυτή τη δουλειά πληρώθηκα έξτρα == per questo lavoro mi hanno pagato extra έξτρα, εξτρά επίρρημα extra γι'αυτή τη δουλειά πληρώθηκα έξτρα == per questo lavoro mi hanno pagato extra ΙΙΙ s n pl gli extra τα έξτρα θα επιβαρύνουν εμένα == gli extra saranno a mio carico εξτρεμισμός s m estremismo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |