Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξύβριση  
ουσιαστικό θηλυκό

ingiu`ria ~f~, oltra`ggio ~m~, insu`lto ~m~ εξύβριση αρχής == oltraggio a pubblico ufficiale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξυβρίζω εξυβριστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---