Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξυπηρέτηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il servi`re ~m~, servi`zio ~m~ η εξυπηρέτηση των πελατών == il servire i clienti | η εξυπηρέτηση στο ξενοδοχείο ήταν απαίσια == in quell'albergo il servizio era pessimo
2 μεσολάβηση favo`re ~m~, cortesi`a ~f~ κάνω μια εξυπηρέτηση σε κάπoιoν == fare un favore a qualcuno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξυπακου§όμενος εξυπηρετικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---