Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξυπηρετικός
επίθετο 1 u`tile, pra`tico πoλύ εξυπηρετικό αυτό τo εργαλείο == è un attrezzo molto utile | αυτά τα παπούτσια είναι άσχημα, αλλά εξυπηρετικά == queste scarpe sono brutte, ma pratiche 2 persona premuro`so, servizie`vole εξυπηρετικός υπάλληλος == impiegato premuroso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |