Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξύψωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 innalzame`nto ~m~, elevazio`ne ~f~
2 ((figurato)) elevazio`ne ~f~ spiritua`le

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξυψώνω έξω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---