Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξυφαίνομαι
ρήμα παθητικό


εξυφαίνω  
ρήμα μεταβατικό

te`ssere, trama`re, ordi`re ((anche in senso figurato)) εξυφαίνω συνωμοσία == tramare / ordire una congiura, tessere le fila di una congiura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξυπνότερος εξυψώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---