Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξυφαίνομαι
ρήμα παθητικό εξυφαίνω ρήμα μεταβατικό te`ssere, trama`re, ordi`re ((anche in senso figurato)) εξυφαίνω συνωμοσία == tramare / ordire una congiura, tessere le fila di una congiura permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |