Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξυπνάκιας  
ουσιαστικό αρσενικό

((ironico)) intelligento`ne ~m~, sapiento`ne ~m~, sapute`llo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξυπνάδα έξυπνος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---