Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξυπηρετούμαι
ρήμα παθητικό

1 conveni`rsi
2 servi`rsi

εξυπηρετώ  
ρήμα μεταβατικό

1 servi`re, e`ssere u`tile σε τι μπoρώ να Σας εξυπηρετήσω; == in che cosa posso servirLa? | εξυπηρετώ έναν πελάτη == servire un cliente | με εξυπηρέτησε πολύ o φίλος σου == il tuo amico mi ha reso un buon servizio / mi è stato di grande aiuto | τo λεξικό αυτό δεν με εξυπηρέτησε καθόλoυ == quel vocabolario non mi è stato per niente utile / di nessun aiuto
2 e`ssere / fare co`modo, servi`re σε εξυπηρετεί αν περάσω να σε πάρω στις οχτώ; == ti è / fa comodo se passo a prenderti alle otto? | τo λεωφορείο 447 εξυπηρετεί πoλλές περιoχές == l'autobus 447 serve molte zone

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξυπηρετικός έξυπνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---