Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξυψώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 alza`re, innalza`re, eleva`re εξυψώνω το βιοτικό επίπεδo == alzare il tenore di vita
2 ((figurato)) eleva`re spiritualme`nte η μουσική εξυψώνει τον άνθρωπο == la musica eleva spiritualmente l'uomo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξυφαίνω εξύψωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---