Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξτρεμιστής
ουσιαστικό αρσενικό estremi`sta ~mf~ εξτρεμίστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [εξτρεμιστής ^-ή, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |