Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξοχότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 scienzia`to ~m~ eccelso, celebrità ~f~ είναι από τις εξοχότητες της καρδιοχειρουργικής == è una celebrità nel campo della cardiochirurgia
2 (come titolo) Eccelle`nza ~f~ η Αυτoύ Εξοχότητα == Sua Eccellenza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξοχότερος εξοχώτατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---