Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξόφθαλμος
επίθετο 1 medicina esofta`lmico εξόφθαλμoς βρογχοκήλη == gozzo esoftalmico 2 ((per estensione)) che ha gli occhi sporge`nti 3 ((figurato)) manife`sto, pale`se, lampa`nte εξόφθαλμη αλήθεια == una verità lampante permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |