Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξουσιοδότηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 autorizzazio`ne ~f~
2 έγγραφο procu`ra ~f~, de`lega ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξουσιοδοτημένος εξουσιοδοτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---