Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξοσία
ουσιαστικό θηλυκό variante di [εξουσία] εξουσά ουσιαστικό θηλυκό variante di [εξουσία] εξουσία, εξουσιά ουσιαστικό θηλυκό 1 pote`re ~m~, potestà ~f~ κατάχρηση εξoυσίας == abuso di potere | δεν έχει καμία εξουσία επάνω του == non ha nessun potere su di lui | η πατρική εξουσία == la patria potestà 2 pote`re ~m~ νoμoθετική εξουσία == potere legislativo | εκτελεστική εξουσία == potere esecutivo | giudiziario | δικαστική εξουσία == potere giudiziario | η τέταρτη εξoυσία == il quarto potere | κοσμική εξουσία == potere secolare | συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στα χέρια του == ha concentrato tutto il potere nelle sue mani permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |