Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξορία, εξοριά
ουσιαστικό θηλυκό 1 esi`lio ~m~ στέλνω εξορία == mandare in esilio παίρνω τo δρόμo της εξορίας == prendere la via dell'esilio 2 confino ~m~ εξουρία ουσιαστικό θηλυκό variante di [εξορία] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |