Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξοργισμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [εξοργίζω] 2 agita`to 3 esaspera`to 4 indispetti`to 5 iraco`ndo 6 ira`to 7 irrita`to permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |