Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξοργίζομαι
ρήμα παθητικό 1 adira`rsi 2 arrabbia`rsi 3 esaspera`rsi 4 inalbera`rsi 5 incazza`rsi εξοργίζω ρήμα μεταβατικό esaspera`re, infuria`re, indigna`re, irrita`re τα νέα φoρoλoγικά μέτρα εξόργισαν τούς εργαζoμένoυς == le nuove misure fiscali hanno esasperato / infuriato i lavoratori permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |