Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξομπλίζω
ρήμα μεταβατικό

variante di [εξοπλίζω]

εξοπλίζομαι
ρήμα παθητικό

1 arma`rsi
2 equipaggia`rsi
3 forni`rsi
4 premuni`rsi

εξοπλίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 arma`re εξοπλίζω τo στρατό == armare l'esercito | εξοπλίζω τους επαναστάτες == armare i ribelli
2 ((figurato)) attrezza`re, equipaggia`re, correda`re, dota`re εξoπλίζω ένα τεχνικό γραψείo == attrezzare uno studio tecnico | εξοπλίζω επιστημονική αποστολή == equipaggiare una spedizione scientifica | εξοπλίζω εργαστήριο == corredare / dotare un laboratorio di strumenti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξομολογώ εξόμπλιον  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---