Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξονυχιστικός
επίθετο minuzio`so, particolareggia`to, dettaglia`to, capilla`re εξονυχιστικός έλεγχος == controllo minuzioso | εξονυχιστική έρευνα == ricerca / indagine capillare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |