Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξοπλισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 armame`nto ~m~
2 attrezzatu`ra ~f~, corre`do ~m~ εξοπλισμός εργαστηρίου == attrezzatura di laboratorio | τεχνικός εξοπλισμός == corredo tecnico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξοπλισμένος εξοργίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---