Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξορκιστής
ουσιαστικό αρσενικό esorci`sta ~mf~, esorcizzato`re ~m~ εξορκίστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [εξορκιστής] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |