Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξορμάω
ρήμα αμετάβατο variante di [εξορμώ] εξορμώ ρήμα αμετάβατο 1 fare un atta`cco ~m~ / una sorti`ta ~f~ 2 partecipa`re ad una campa`gna χιλιάδες μαθητές εξόρμησαν για τον καθαρισμό των ακτών == migliaia di studenti hanno partecipato alla campagna di ripulitura delle spiagge 3 ((per estensione)) fare un giro τα βράδυα οι νέοι εξορμούν στις ντισκοτέκ == la sera i giovani fanno il giro delle discoteche permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |