Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξουδετερώνομαι
ρήμα παθητικό compensa`rsi εξουδετερώνω ρήμα μεταβατικό 1 neutralizza`re, sopraffa`re εξουδετέρωσαν τα σχέδια των αντιπάλων τούς == hanno neutralizzato i piani degli avversari | το αντίδοτο εξουδετερώνει τη δράση του δηλητηρίού == l'antidoto neutralizza l'azione del veleno | εξουδετερώνω την αντίσταση του εχθρού == sopraffare la resistenza del nemico 2 di meccanismo esplosivo disinnesca`re, disattiva`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |