Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξουσιάζομαι
ρήμα παθητικό


εξουσιάζω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 domina`re, comanda`re, governa`re εξουσιάζω ένα κράτος == dominare uno stato
2 ((figurato)) domina`re, padroneggia`re τον εξουσιάζει η γυναίκα του == è dominato dalla moglie | δεν εξoυσιάζει τα αισθήματά του == non riesce a padroneggiare i suoi sentimenti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξουσία, εξουσιά εξουσιαστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---