Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δυὶστής [επίθ.] δυναμομετρικός [επίθ.]
δυὶστικός [επίθ.] δυναμόμετρο {δυναμομέτ...
δύναμαι Ρ αόρ. δυν... δυνάμωμα [ουσ ουδ.]
δυνάμει [επίρ.] δυναμωμένος [επίθ.]
δυνάμεις [θηλ. ουσ πληθ.] δυναμώνω {δυνάμω-σα...
δύναμη {-ης κ. -ά... δυναμώνω {δυνάμω-σα...
δυναμική [θηλ.ουσ] δυναμωτικό [ουσ ουδ.]
δυναμικό {χωρ. πληθ... δυναμωτικός [επίθ.]
δυναμικός [επίθ.] δυναμωτικότατος [επίθ.]
δυναμικότατος [επίθ.] δυναμωτικότερος [επίθ.]
δυναμικότερος [επίθ.] δυναμωτικώτατος [επίθ.]
δυναμικότητα {χωρ. πληθ... δυναμωτικώτερος [επίθ.]
δυναμικώτατος [επίθ.] δυναστεία {δυναστειώ...
δυναμικώτερος [επίθ.] δυναστευτικός [επίθ.]
δυναμισμός {χωρ. πληθ... δυναστεύω {δυνάστευ-...
δυναμίτης {δυναμιτών... δυνάστης {δυναστών}
δυναμίτιδα [θηλ.ουσ] δυναστικός [επίθ.]
δυναμιτίζω {δυναμίτισ... δυνάστρια {δυναστριώ...
δυναμίτις {δυναμίτιδ... δυνατά [επίρ.]
δυναμιτιστής [ουσ αρσ ] δυνατό [ουσ ουδ.]
δυναμιτιστικός [επίθ.] δυνατόν [επίθ.]
δυναμιτίστρια [θηλ.ουσ] δυνατός [επίθ.]
δυναμό [ουσ ουδ.] δυνατότατος [επίθ.]
δυναμοηλεκτρικός [επίθ.] δυνατότερος [επίθ.]
δυναμομετρία [θηλ.ουσ] δυνατότητα {δυνατοτήτ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: