Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυναμίτιδα  
ουσιαστικό θηλυκό

dinami`te ~f~

δυναμίτις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [δυναμίτιδα ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυναμίτης δυναμιτίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---