Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυναμιτίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 far esplo`dere
2 manda`re all'a`ria; far salta`re οι άστοχες δηλώσεις τον δυναμίτισαν τις διαπραγματεύσεις==le sue dichiarazioni inopportune hanno mandato all'aria i negoziati

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυναμίτιδα δυναμίτις  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---