Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυναμώνω  
ρήμα μεταβατικό

rafforza`re; rinforza`re; aumenta`re η άσκηση δυναμώνει το σώμα==l'esercizio fisico rafforza il corpo | δυναμώνω την ένταση του ραδιοφώνου==aumentare il volume della radio

δυναμώνω
ρήμα αμετάβατο

rafforza`rsi; rinvigori`rsi; aumenta`re ο αέρας δυνάμωσε==il vento è aumentato | φάε κάτι να δυναμώσεις==mangia qualcosa per rinvigorirti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυναμωμένος δυναμωτικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---