Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυναμωτικός  
επίθετο

ricostitue`nte; rinforza`nte; che dà forza δυναμωτικό φάρμακο==preparato ricostituente | δυναμωτική τροφή==cibo che dà forza

δυναμωτικότατος
επίθετο

superlativo di [δυναμωτικός]

δυναμωτικότερος
επίθετο

comparativo di [δυναμωτικός]

δυναμωτικώτατος
επίθετο

superlativo di [δυναμωτικός]

δυναμωτικώτερος
επίθετο

comparativo di [δυναμωτικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυναμωτικό δυναστεία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---