Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδυνατό
ουσιαστικό ουδέτερο il possibile δεν είναι δυνατόν==non è possibile+++όσο το δυνατόν περισσότερο==il più possibile | εφόσον είναι δυνατόν==per quanto è possibile | βάζω τα δυνατά μου==mettercela tutta | έκανα τα αδύνατα δυνατά==ho fatto l'impossibile δυνατόν επίθετο variante letteraria di [δυνατό ^-ού, το^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |