Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δύο  
απόλυτο αριθμητικό επίθετο

du`e

ιδυό
απόλυτο αριθμητικό επίθετο

variante di [δύο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δύνομαι δυόσμος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το δωμάτιο με δύο κρεβάτια = camera [θηλ.] doppia || εδώ και δύο χρόνια = da due anni || κάνω στα δύο = fare a metà || δύο μποφόρ = mare [αρσ.] forza due


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---