Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδυσανασχετώ
ρήμα αμετάβατο e`ssere contraria`to; prova`re disappu`nto ο κόσμος δυσανασχέτησε με τα νέα φορολογικά μέτρα==la gente è rimasta contrariata dalle nuove misure fiscali permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |