Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δύσβατος  
επίθετο

impe`rvio; impratica`bile δύσβατο βουνό==montagna impervia | δύσβατο μονοπάτι==sentiero impraticabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυσβάσταχτος δυσγραφία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---