Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδυσαρεστημένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [δυσαρεστώ] 2 insoddisfa`tto; sconte`nto; malconte`nto είναι δυσαρεστημένος με το γιο του==è scontento di suo figlio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |