Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδυνατός
επίθετο 1 εφικτός possi`bile υπολογίζω όλες τις δυνατές λύσεις==valutare tutte le possibile soluzioni 2 ισχυρός pote`nte, forte δυνατός αθλητής==atleta forte | δυνατός νους==mente potente 3 resiste`nte; so`lido δυνατό μηχάνημα==macchinario resistente 4 alto; forte ψήνω σε δυνατή φωτιά==cuocere a fuoco alto | δυνατό κρασί==vino forte 5 forte; posse`nte δυνατή προσωπικότητα==forte personalità δυνατότατος επίθετο superlativo di [δυνατός] δυνατότερος επίθετο comparativo di [δυνατός] δυνατώτατος επίθετο superlativo di [δυνατός] δυνατώτερος επίθετο comparativo di [δυνατός] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαβάζω τα δυνατά μου = mettercela tutta Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |