Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδυνατότητα
ουσιαστικό θηλυκό possibilità ~f~ αυτό είναι πέρα από τα όρια των δυνατοτήτων μου==ciò è al di sopra delle mie possibilità | δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα==non esiste questa possibilità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |