Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυνατά  
επίρρημα

1 forte; con forza βρέχει δυνατά==piove forte | μου έσφιξε δυνατά το χέρι==mi ha stretto con forza la mano
2 ad alta voce μίλα δυνατά==parla a voce alta!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυνάστρια δυνατό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---