Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδυναστεύω
ρήμα μεταβατικό 1 e`ssere sovra`no assolu`to 2 ((per estensione)) governa`re in modo tira`nnico; tiranneggia`re δυναστεύει τα παιδιά του==tiranneggia i figli permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |