Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυναμίτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 dinami`te
2 ((figurato)) bomba ~f~; dinami`te ~f~ είδηση δυναμίτης==notizia bomba | αυτό το ποτό είναι δυναμίτης==questo liquore è una bomba

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυναμισμός δυναμίτιδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---