Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δυναμικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 energi`a ~f~; pote`nza ~f~; dinami`smo ~m~
2 potenzialità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δυναμικότερος δυναμικώτατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---