Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δραστικώτατος [επίθ.] δρομαίος [επίθ.]
δραστικώτερος [επίθ.] δρομάκι [ουσ ουδ.]
δράστις {δράστ-ιδο... δρομέας {(θηλ. δρο...
δράστρια {δραστριών... δρομεύς [ουσ αρσ ]
δράττομαι [ρ. παθ.] δρομίσκος [ουσ αρσ ]
δράττω [ρ. μτβ.] δρόμο! [επιφ.]
δραχμή [θηλ.ουσ] δρομολογημένος [επίθ.]
δραχμοβίωτος [επίθ.] δρομολόγηση {-ης κ. -ή...
δραχμοποιημένος [επίθ.] δρομολόγησις [θηλ.ουσ]
δραχμοποίηση [θηλ.ουσ] δρομολόγιο [ουσ ουδ.]
δραχμοποιώ {δραχμοποι... δρομολογώ {δρομολογε...
δραχμοφονιάς {δραχμοφον... δρομόμετρο {δρομομέτρ...
δράχνω aor άδραξα... δρόμος [ουσ αρσ ]
δρεπάνι {δρεπαν-ιο... δροσάτος [επίθ.]
δρεπανιά [θηλ.ουσ] δροσερός [επίθ.]
δρεπανίζω {δρεπάνισα... δροσερότατος [επίθ.]
δρέπανο [ουσ ουδ.] δροσερότερος [επίθ.]
δρεπανοειδής {δρεπανοει... δροσερότητα [θηλ.ουσ]
δρέπω {έδρεψα} (... δροσερώτατος [επίθ.]
δριμύς {δριμ-ύ (λ... δροσερώτερος [επίθ.]
δριμύτατος [επίθ.] δροσεύω [ρ. μτβ.]
δριμύτερος [επίθ.] δροσιά [θηλ.ουσ]
δριμύτητα [θηλ.ουσ] δροσίζομαι [ρ. παθ.]
δρόλαπας {δρολάπων} δροσίζω {δρόσισ-α,...
δρολάπι [ουσ ουδ.] δροσίζω {δρόσισ-α,...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: