Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδροσιά
ουσιαστικό θηλυκό 1 frescu`ra ~f~ βάλε τη ζακέτα σου, γιατί έχει δροσιά==mettiti la giacca perché fa fresco 2 υγρασία rugia`da ~f~ η πρωινή δροσιά==la rugiada del mattino 3 ((figurato)) fresche`zza ~f~ η δροσιά της νιότης==la freschezza della giονentù permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |