Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δροσοπηγή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 fonta`na ~f~
2 fontani`le ~m~
3 fonte ~f~
4 polla ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δροσόμετρο δρόσος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---