Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δροσολογάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [δροσολογώ]

δροσολογώ  
ρήμα αμετάβατο

1 refrigera`re
2 rifocilla`re
3 rinfresca`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δροσοβολάω δροσόμετρο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---