Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δρόσισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 raffreddame`nto ~m~
2 refrigera`zione ~f~
3 rinfrescame`nto ~m~
4 rinfresca`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δρόσισε δροσισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---