Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δρυς  
ουσιαστικό θηλυκό

botanica que`rcia ~f~; ro`vere ~f~

ιδρύς
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [δρυς]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δρυοκολάπτης δρύφακτο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---