Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δρυμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 bosco ~m~; foresta ~f~
2 ((per estensione)) parco ~m~ εθνικός δρυμός==parco nazionale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δρύινος δρυμώνας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---