Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδροσερός
επίθετο fresco ((anche in senso figurato)) δροσερό αεράκι==arietta fresca | δροσερό πρόσωπο==viso fresco δροσερότατος επίθετο superlativo di [δροσερός] δροσερότερος επίθετο comparativo di [δροσερός] δροσερώτατος επίθετο superlativo di [δροσερός] δροσερώτερος επίθετο comparativo di [δροσερός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |