Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδρομολογώ
ρήμα μεταβατικό 1 crea`re li`nee di traspo`rto θα δρομολογηθούν δύο νέες γραμμές για την Πάτρα==verranno create due nuove linee di trasporto per Patrasso 2 me`ttere in circolazio`ne πέρυσι δρομολογήθηκαν πενήντα νέα λεωφορεία==l'anno scorso furono messi in circolazione cinquanta nuovi autobus 3 ((figurato)) avvia`re δρομολογώ μία επιχείρηση==avviare un'azienda permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |