Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δρομολόγηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 creazio`ne ~f~ di li`nee di traspo`rto
2 di mezzo di trasporto messa ~f~ in circolazio`ne
3 ((figurato)) avviame`nto ~m~

δρομολόγησις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [δρομολόγηση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δρομολογημένος δρομολόγιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---